ψυχοτρόπα φάρμακα

ψυχοτρόπα φάρμακα
Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης μετατροπής του νευροβιοχημικού συστήματος, το οποίο ρυθμίζει τη συνειδητή και μη συνειδητή ψυχική συμπεριφορά του φυσιολογικού ανθρώπου και των ατόμων που πάσχουν από φυσικά νοσήματα, προκαλώντας εκδηλώσεις τόσο ομάδας όσο και ειδικές, τόσο του φυσιολογικού όσο και του παθολογικού ψυχισμού. Σήμερα η χημεία προσφέρει μεγάλη ποικιλία ψυχοτρόπων φαρμάκων, ικανών να μεταβάλουν την ψυχική συμπεριφορά και να προκαλέσουν ψυχική χαλάρωση, διέγερση, ονειρικές ή παραληρηματικές καταστάσεις. Ανάλογα με το εάν καταστέλλουν, διεγείρουν ή εκτρέπουν τις ψυχικές δραστηριότητες διακρίνονται σε: 1) Ψυχοληπτικά φάρμακα: πρόκειται για ουσίες που καταστέλλουν την ψυχική και διανοητική λειτουργία προκαλώντας μείωση της εγρήγορσης, καταστολή της πνευματικής δραστηριότητας, καταπράυνση της συγκινησιακής τάσης. Τα ψυχοκατασταλτικά αυτά φάρμακα είναι περισσότερο γνωστά, αλλά όχι σωστά, ως ηρεμιστικά η αγχολυτικά. Περιλαμβάνουν: τις φαινοθειαζίνες (από τις οποίες εξέχουσα θέση κατέχουν οι προμαζίνες), που συνιστώνται ιδιαίτερα στη θεραπεία της σχιζοφρένιας, των ψυχώσεων του χρόνιου αλκοολισμού ή των τοξικομανιών και εκείνων του γήρατος, αλλά χρησιμεύουν και για να καταπραΰνουν τις οξείες αγχώδεις καταστάσεις φυσιολογικών ατόμων· η μεπροβαμάτη, που δρα αποτελεσματικά στις νευρώσεις αγχώδους τύπου, στις λειτουργικές μυοπάθειες σπαστικού τύπου (μυϊκή υπερτονία, τικ, τρόμος, κινητικές ανησυχίες κ.ά.) και ενισχύει το υπνωτικό αποτέλεσμα άλλων φαρμάκων· τα παράγωγα της διαζεπίνης, οι βενζοδιαζεπίνες, η μεφεναζίνη, τα παράγωγα της ραουβόλφιας, η υδροξυλίνη, η χλωροδιαζεποξίδη κ.ά., που καθένα έχει ιδιότητες και ως εκ τούτου ενδείξεις ειδικές. 2) Ψυχοαναληπτικά φάρμακα, διεγερτικά της εγρήγορσης (ουσίες που ανταγωνίζονται τα υπνωτικά) και της ψυχικής διάθεσης (αντικαταθλιπτικά) που ασκούν διεγερτική δράση, ειδικά στις καταθλιπτικές καταστάσεις, προκαλώντας στο άτομο αίσθημα ευφορίας και ευεξίας (ψυχοτονικές αμίνες, ιπρονιαζίδη κ.ά.). Τα φάρμακα αυτά ενδείκνυνται ειδικά στις καταθλιπτικές ψυχώσεις (τόσο αντιδραστικού χαρακτήρα όσο και ενδογενούς προέλευσης), στη μελαγχολία, στις καταθλίψεις του αλκοολισμού και του παρκινσονισμού, σε ορισμένες διαταραχές της παιδικής συμπεριφοράς· είναι όμως και πολύ επωφελή στην αντιμετώπιση των κοινών περιπτώσεων αδυναμίας, υπνηλίας, κόπωσης φυσιολογικών ατόμων, στα οποία προκαλούν αύξηση της ικανότητας προς εργασία, της πνευματικής απόδοσης και εγρήγορσης κ.ά. 3) Ψυχοδυσληπτικά ή παραισθησιογόνα φάρμακα: στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τα φάρμακα που εκτρέπουν την ψυχική δραστηριότητα από το φυσιολογικό, προκαλώντας μια παραληρηματική κατάσταση συνοδευόμενη από στρέβλωση της ικανότητας εκτίμησης των πραγματικών αξιών (δρόγες που προκαλούν ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις, ονειρικές ή συγχυτικές καταστάσεις, αποδιοργάνωση της προσωπικότητας). Ψυχοτρόπα φάρμακα ή ψυχοφάρμακα: πείραμα για τον καθορισμό της ηρεμιστικής δράσης ενός σκευάσματος σε ψάρια του είδους betta splendens.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηρεμιστικά — Ψυχοφάρμακα ή ψυχοτρόπα φάρμακα, δηλαδή φάρμακα που επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες και τη συμπεριφορά. Διακρίνoνται δύο κατηγορίες: τα μεγάλης δραστικότητας (φαινοθειαζίνες κλπ.) και τα απλά (βενζοδιαζεπάμη κλπ.). Τα πρώτα έχουν πολλές άλλες… …   Dictionary of Greek

  • νευροληπτικός — ή, ό φρ. «νευροληπτικά φάρμακα» ή, απλώς, «νευροληπτικά» (ιατρ. φαρμ.) ψυχοτρόπα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ως κατευναστικά ή αποανασταλτικά για τη χημική θεραπεία τών ψυχώσεων …   Dictionary of Greek

  • υπνοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ψυχικών ασθενειών. Πριν από πολλά χρόνια είχε αναγνωριστεί η θεραπευτική σημασία του ύπνου, η εφαρμογή όμως της υ. έγινε μετά την ανακάλυψη των υπνογόνων φαρμάκων. Η μέθοδος της υ.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοτρόπος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που επιδρά στις ψυχικές λειτουργίες και στην ψυχική διάθεση τού ανθρώπου 2. φρ. «ψυχοτρόπα φάρμακα» (φαρμ.) φάρμακα που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στον ψυχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοαναληπτικός — και ψυχαναληπτικός ή, ό, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψυχοαναληπτικά (φαρμ.) ψυχοτρόπα φάρμακα που βελτιώνουν τη διανοητική απόδοση, διεγείρουν την εγρήγορση και ελαττώνουν το αίσθημα τού καμάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”